Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειονεκτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειονεκτώ [mionektó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε χειρότερη κατάσταση ή κατώτερη θέση σε σύγκριση με κπ. ή κτ. άλλο. ANT πλεονεκτώ: Σε μία ιδανική κοινωνία ισότητας κανένα από τα μέλη της δε μειονεκτεί έναντι των άλλων. ~ σε κτ. || (για πργ.) είμαι χειρότερος: Πολλά ελληνικά προϊόντα σε τίποτα δε μειονεκτούν ως προς τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

[λόγ. < αρχ. μειονεκτῶ `έχω πολύ λίγο, είμαι κατώτερος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες