Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μειονεκτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειονεκτικός -ή -ό [mionektikós] Ε1 : που έχει ένα ή πολλά μειονεκτήμα τα. ANT πλεονεκτικός: Είναι κάποιος σε μειονεκτική θέση / κατάσταση. ~ άνθρωπος. μειονεκτικά ΕΠIΡΡ: Aισθάνεται ~ γιατί δεν έχει σπουδάσει.

[λόγ. < ελνστ. μειονεκτικός `διατεθειμένος να πάρει πολύ λίγο΄ με αλλ. της σημ. κατά το μειονεκτώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go