Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μειοδοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειοδοτικός -ή -ό [mioδotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μειοδοσία ή στο μειοδότη. ANT πλειοδοτικός: ~ διαγωνισμός, είδος δημοπρασίας που γίνεται με στόχο την επίτευξη της χαμηλότερης τιμής για την κατασκευή ενός έργου, την προμήθεια ορισμένων αγαθών κτλ.

[λόγ. μειοδότ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go