Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειξοπαρθένα η [miksoparθéna] Ο26 : γυναίκα που είναι παρθένα από καθαρά ανατομική άποψη αλλά με σεξουαλικές εμπειρίες τις οποίες προσπαθεί να αποκρύψει.
[< μειξοπάρθενος μεταπλ. κατά το λαϊκό παρθένα]



