Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεικτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεικτός -ή -ό [miktós] Ε1 : που αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία: Mεικτή γλώσσα, με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας. ~ αριθμός, που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα. || ANT καθαρός: Mεικτό βάρος, που περιλαμβάνει και το απόβαρο. Mεικτές αποδοχές, που περιλαμβάνουν και τις κρατήσεις. || (για διαφορετικά πρόσωπα): Mεικτό σχολείο, για μαθητές και μαθήτριες μαζί. ~ γάμος, μεταξύ ατόμων διαφορετικής θρησκείας, φυλής ή εθνικότητας. Mεικτό δικαστήριο, στο οποίο συμμετέχουν τακτικοί δικαστές και λαϊκοί ένορκοι. Mεικτά λουτρά / εκλογικά τμήματα, για άντρες και γυναίκες μαζί. μεικτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μεικτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go