Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθοκοπώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοκοπώ [meθokopó] & -άω Ρ10.1α : (μειωτ.) πίνω συχνά και σε μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδη ποτά και μεθάω· μπεκρουλιάζω, μπεκροπίνω: Mεθοκοπάει μέρα νύχτα στις ταβέρνες.

[μεθ(ώ) -ο- + -κοπώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go