Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθοδικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μεθοδικός, επίθ.
  • Συστηματικός·
    • (εδώ) επιτήδειος, έντεχνος:
      • μεθοδικού καλλωπισμού (Μάρκ., Βουλκ. 3487).

[μτγν. επίθ. μεθοδικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδικός -ή -ό [meθoδikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεθόδου. α. που γίνεται με μέθοδο: Mεθοδική εργασία / έρευνα. β. που ενεργεί με μέθοδο: ~ άνθρωπος / ερευνητής. Mεθοδικό μυαλό. μεθοδικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται / σκέφτεται ~.

[λόγ. < ελνστ. μεθοδικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go