Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθεπόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθεπόμενος -η -ο [meθepómenos] Ε5 : που στη σειρά βρίσκεται αμέσως μετά τον επόμενο: Mεθεπόμενη μέρα / βδομάδα / Kυριακή. Nα μπει για εξέταση ο επόμενος ασθενής και να ετοιμάζεται ο ~.

[λόγ. μεθ- (δες μετα-) + επόμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go