Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγεθυντικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγεθυντικός -ή -ό [mejeθindikós] Ε1 : α. που προκαλεί μεγέθυνση: ~ φακός. β. (γραμμ.) Mεγεθυντικό ουσιαστικό και ως ουσ. το μεγεθυντικό, ουσιαστικό παράγωγο από ουσιαστικό που μεγαλώνει την έννοια του πρωτοτύπου ή δηλώνει το πρόσωπο που έχει κτ. μεγάλο: Οι λέξεις “κεφάλα”, “κουτάλα” είναι μεγεθυντικά των λέξεων “κεφάλι”, “κουτάλι” αντίστοιχα.

[λόγ. μεγεθύν(ω) -τικός, μτφρδ.: α: αγγλ. magnifying ή γερμ. Vergrösserungs-· β: μσνλατ. augmentativus]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go