Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλόφωνα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλοφωνάζω· μεγαλοφωνιάζω.
  • Φωνάζω δυνατά:
    • Να κλαίουν, να θρηνίζονται, να μεγαλοφωνάζουν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 223).

[<επίρρ. μεγάλα + φωνάζω. Η λ. στο Βλάχ. και στον Κουμαν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go