Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλόφρονος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλόφρονος, επίθ.
  • Που με τη φαντασία του μεγαλοποιεί τα γεγονότα, φαντασιόπληκτος:
    • είσαι μεγαλόφρονος και είσαι μυθολόγος (Σπαν. (Ζώρ.) V 395).

[<γεν. του αρχ. επιθ. μεγαλόφρων κατά τα επίθ. σε ‑ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες