Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλόσωμος -η -ο [meγalósomos] Ε5 : (για πρόσ. ή ζώο) που έχει μεγάλες σωματικές διαστάσεις. ANT μικρόσωμος: ~ άνθρωπος. Γαϊδούρι γερό και μεγαλόσωμο, έτσι που να μην ξεχωρίζει από μουλάρι.
[λόγ. < ελνστ. μεγαλόσωμος]



