Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλόπνευστος -η -ο [meγalópnefstos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έμπνευση υψηλής ποιότητας: ~ καλλιτέχνης / ποιητής. Mεγαλόπνευστο καλλιτεχνικό δημιούργημα.
μεγαλόπνευστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μεγαλο- + -πνευστος κατά το θεόπνευστος]



