Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοψυχία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοψυχία η [meγalopsixía] Ο25 : η ιδιότητα του μεγαλόψυχου. ANT μικροψυχία: H ζωή των αιχμαλώτων εξαρτιόταν από τη ~ των νικητών. || η μεγαλόψυχη πράξη.

[λόγ. < αρχ. μεγαλοψυχία]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλοψυχία η· μεγαλοψυχιά.
  • α) Υψηλό φρόνημα:
    • (Αχέλ. 924), (Διακρούσ. 1085
  • β) γενναιοψυχία:
    • την μεγαλοψυχίαν του ήρωος (Λίμπον. 323).

[αρχ. ουσ. μεγαλοψυχία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go