Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοφώνως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλοφώνως, επίρρ.
  • Με δυνατή φωνή:
    • 'Εκραζον μεγαλοφώνως (Διήγ. πανωφ. 60).

[μτγν. επίρρ. μεγαλοφώνως. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go