Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοφυΐα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοφυΐα η [meγalofiía] Ο25α : α. η ιδιότητα του μεγαλοφυούς, πολύ μεγάλη, εξαιρετική πνευματική ικανότητα· (πρβ. ιδιοφυΐα): Στρατιωτική / πολιτική / καλλιτεχνική ~. H ~ του Nαπολέοντα / του Φειδία / του Aϊνστάιν. β. άνθρωπος με εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες: Είναι κάποιος ~. Δε χρειάζεται να είσαι ~ για να καταλάβεις αυτά που σου λέω.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλοφυΐα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go