Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοσύνη η [meγalosíni] Ο30α : (λογοτ.) το μεγαλείο.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλοσύνη, μεγαλωσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλοσύνη η.
  • 1)
    • α) Μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια:
      • Υιός Θεού, καθήμενος εις τον Θρόνον της μεγαλοσύνης του (Ροδινός 117
      • την δόξαν … και την μεγαλοσύνην των ιερέων (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [517]
    • β) αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια:
      • ογιά τιμή κι ογιά ευγενειά κι ογιά μεγαλοσύνη (Ερωτόκρ. Ά 2167).
  • 2)
    • α) Απεριόριστη έκταση, απεραντοσύνη:
      • την μεγαλοσύνην του ουρανού (Ασσίζ. 3526
    • β) μέγεθος:
      • σκουτάρια … μίας μεγαλοσύνης κι ενού βάρους κι ενού μάκρους (Ασσίζ. 4679).

[μτγν. ουσ. μεγαλωσύνη. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες