Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοποίηση η [meγalopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεγαλοποιώ.

[λόγ. μεγαλοποιη- (μεγαλοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go