Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοκοπέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοκοπέλα η [meγalokopéla] Ο25α : (οικ.) ανύπαντρη γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας.

[λόγ. μεγαλο- + κοπέλα μτφρδ. γαλλ. grande fille `κοπέλα σε ηλικία γάμου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες