Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοδικηγόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοδικηγόρος ο [meγaloδikiγóros] Ο18 : δικηγόρος με μεγάλη φήμη, που εισπράττει πολλά χρήματα από τις υπηρεσίες που προσφέρει.

[λόγ. μεγαλο- + δικηγόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες