Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλογράμματος, επίθ.
-
- (Προκ. για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων:
- το μεγαλογράμματον ιμάτιν το κνηκάτον (Προδρ. I 60).
[<επίθ. μεγάλος + ουσ. γράμμα· πβ. επίθ. μεγαλόγραμμος στο Du Cange, λ. γράμμα. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλογράμματος -η -ο [meγaloγrámatos] Ε5 : μόνο στον όρο μεγαλογράμματη γραφή, που χρησιμοποιεί μόνο κεφαλαία, όχι μικρά γράμματα. ANT μικρογράμματη.
[λόγ. μεγαλο- + γραμματ- (γράμμα) -ος (διαφ. το μσν. μεγαλογράμματος `που έχει μεγάλα εμβλήματα σε σχήμα γραμμάτων΄)]



