Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλογιατρός ο [meγalojatrós] Ο17 : γιατρός με μεγάλη φήμη, που εισπράττει πολλά χρήματα από τις υπηρεσίες που προσφέρει: Mέσα σε λίγα χρόνια τα κατάφερε κι έγινε ~.
[λόγ. μεγαλο- + γιατρός]



