Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοαστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοαστός ο [meγaloastós] Ο17 θηλ. μεγαλοαστή [meγaloastí] Ο29 : αστός που ανήκει στο ανώτατο στρώμα της αστικής τάξης· (πρβ. μικροαστός).

[λόγ. μεγαλο- + αστός μτφρδ. γερμ. Grossbürger και κατά το γαλλ. grande bourgeoisie `ανώτερη αστική τάξη΄· λόγ. μεγαλοαστ(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες