Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλειώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλειώδης -ης -ες [meγalióδis] Ε11 : που, έχοντας στοιχεία μεγαλείου, προκαλεί εντύπωση ή θαυμασμό: ~ νίκη / παρέλαση. ~ λαϊκή συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας. Mεγαλειώδες θέαμα.

[λόγ. μεγαλεί(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. grandiose]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go