Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλείον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλείον το· μεγαλειό· μεγαλείο(ν).
  • 1)
    • α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα· (ηθική) ανωτερότητα:
      • Φθόνον και ζήλον φέρνει σε, υιέ, το μεγαλείον (Φλώρ. 1143
      • το μεγαλείον αυτεινής (ενν. της παρθενίας) ποίος να μη θαυμάσει (Ιστ. Βλαχ. 1954
    • β) (συν. στον πληθ.) μεγάλα, θαυμαστά έργα:
      • τα μεγαλεία … τά γίνονται … παρά Κυρίου (Απολλών. 847).
  • 2) Εκδήλωση υπεροχής ή αλαζονείας:
    • φεύγει την αδικίαν, τα μεγαλεία, την έπαρσιν και την κενοδοξίαν (Πένθ. θαν. 355).

[μτγν. ουσ. μεγαλείον, ουδ. του αρχ. επιθ. ‑ος. Ο τ. ‑ο και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες