Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλεία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλεία η·
μεγαλειά.
  • α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα (εδώ ως τιμητική προσαγόρευση):
    • (Φορτουν. Αφ. 57
  • β) (στον πληθ.) κοσμικές τιμές, αξιώματα:
    • τα πλούτη και τες μεγαλειές και την ζωήν αφήκαν (Δεφ., Λόγ. 246).

[<ουσ. μεγαλείον με αλλαγή γένους (ή <πληθ. ‑α τα) από επίδρ. των συνων. μεγαλειότης, μεγαλοσύνη. Πβ. παλαιότ. ουσ. ‑ία (4. αι., L‑S Suppl.). Η λ. στον Κατσαΐτη και σήμ. ποντ. (Παπαδ., στη λ. Ι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go