Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαβάτ το [meγavát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης ηλεκτρικής ισχύος που ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.
[λόγ. < αγγλ. megawatt < mega- = μεγα- 2 + watt = βατ]