Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγέθυνση η [mejéθinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεγεθύνω. ANT σμίκρυνση: ~ μιας φωτογραφίας. ~ ενός χάρτη υπό ορισμένη κλίμακα. Οικονομική ~. || (γλωσσ.) ~ ενός ουσιαστικού, δημιουργία μεγεθυντικού. || το μεγεθυσμένο ομοίωμα.
[λόγ. μεγεθύν(ω) -σις > -ση]



