Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγέθης, επίθ.· υπερθ. μεγεθεστάτος.
-
- (Συν. στον υπερθ.) μεγάλος, ογκώδης:
- καθέδρᾳ … μεγεθεστάτῃ πάνυ (Βίος Αλ. 3408)·
- Έστιν ο γρυψ μεγεθέστατον όρνεον (Φυσιολ. 36910)·
[<ουσ. μέγεθος, νόθος σχηματ. αναλογ. προς τα σύνθετα ευμεγέθης, ισομεγέθης, κ.τ.ό. Η λ. στο Lampe]
- (Συν. στον υπερθ.) μεγάλος, ογκώδης:



