Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μείραξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μείραξ ο.
  • Έφηβος, νεαρός:
    • (Αχιλλ. (Smith) Ν 108).

[μτγν. ουσ. μείραξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες