Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαύρισμα το [mávrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαυρίζω: ~ του σώματος στον ήλιο. || (οικ.) ~ κάποιου στις εκλογές, καταψήφιση.
[μαυρισ- (μαυρίζω) -μα]