Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαϊντανός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαϊντανός ο [maidanós] & μαϊδανός ο [maiδanós] Ο17 : 1. ποώδες αρωματικό φυτό που χρησιμοποείται ως καρύκευμα στη μαγειρική: Ψιλοκομμένος ~. Aγόρασε ένα ματσάκι μαϊντανό. 2. (ειρ.) για πρόσωπο που παρευρίσκεται παντού ή ανακατεύεται σε διάφορες υποθέσεις χωρίς να είναι αρμόδιο.

[τουρκ. maydano(z) < ινδ. maidani `αρωματικό φυτό΄· μαϊδ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go