Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαϊνάρω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαϊνάρω [maináro] Ρ6α : α. (ναυτ.) αφήνω κτ. ελεύθερο· χαλαρώνω, λασκάρω: ~ τα πανιά του πλοίου, τα μαζεύω. β. (λογοτ.) για κτ. που σταμα τά, που τελειώνει: Mαϊνάρισε η σφαγή / η φωτιά. || για κακοκαιρία κτλ., ηρεμώ, γαληνεύω: Mαϊνάρει η φουρτούνα / ο αέρας.

[βεν. mainar]

[Λεξικό Κριαρά]
μαϊνάρω.
  • (Ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά:
    • εμαϊνάρασι κι επιάσα τα κουπία (Βεντράμ., Φιλ. 324).

[<βεν. mainar. Η λ. στο Somav. II (λ. mainare) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go