Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊμουδίζω [maimuδízo] Ρ2.1α : μιμούμαι κπ. ή κτ. έτσι ώστε η σχετική ενέργεια να μην έχει προσωπικό χαρακτήρα· πιθηκίζω: Nεόπλουτος που μαϊμουδίζει τη ζωή της αριστοκρατίας. Tο παιδί παίζει μαϊμουδίζοντας τις πράξεις των μεγάλων.
[λόγ. μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίζω μτφρδ. γαλλ. singer]



