Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαϊμουδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαϊμουδίζω [maimuδízo] Ρ2.1α : μιμούμαι κπ. ή κτ. έτσι ώστε η σχετική ενέργεια να μην έχει προσωπικό χαρακτήρα· πιθηκίζω: Nεόπλουτος που μαϊμουδίζει τη ζωή της αριστοκρατίας. Tο παιδί παίζει μαϊμουδίζοντας τις πράξεις των μεγάλων.

[λόγ. μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίζω μτφρδ. γαλλ. singer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες