Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαχμουρλής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχμουρλής ο [maxmurlís] Ο8 θηλ. μαχμουρλού [maxmurlú] Ο37 : (οικ.) αυτός που είναι νωθρός ή γενικά βαρύθυμος συνήθ. ύστερα από πολλές ώρες ύπνου.

[τουρκ. mahmur `νυσταγμένος΄ (από τα αραβ.) -λής ή τουρκ. διαλεκτ. *mahmur(lu) -λής· μαχμουρλ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go