Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαχαλάς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαλάς ο [maxalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) γειτονιά ή συνοικία: Ο πάνω / κάτω ~ ενός χωριού. Ο εβραίικος / ο ελληνικός / ο τούρκικος ~ της παλιάς Θεσσαλονίκης.

[τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαλάς ο.
  • Συνοικία, ενορία:
    • (Συναδ. φ. 85r).

[<τουρκ. mahalle. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go