Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαιρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαιρώνω [maxeróno] -ομαι Ρ1 : 1. χτυπώ κπ. με μαχαίρι και τον τραυματίζω ή τον σκοτώνω: Mαχαίρωσε το συνέταιρό του για ασήμαντη αφορμή. Δύο αδέλφια μαχαιρώθηκαν για κτηματικές διαφορές. || Όλα τα σφάζω, όλα τα ~, για καρπούζια ή για πεπόνια που αγοράζονται ύστερα από δοκιμή. 2. (μτφ.) προκαλώ μεγάλη βλάβη, συνήθ. ηθική, σε κπ.: Mε μαχαίρωσες μ΄ αυτό που μου είπες.

[μαχαίρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες