Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαιριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαχαιριά η [maxerjá] Ο24 : 1α. χτύπημα με μαχαίρι: Δίνω / ρίχνω / τραβάω σε κπ. μια ~. β. τραύμα ή κόψιμο από μαχαίρι: Bρέθηκε νεκρός με δύο μαχαιριές στο στήθος. Ουλή από ~. 2. (μτφ.) ενέργεια πολύ βλαπτική ή γεγονός πολύ δυσάρεστο για κπ.: Kάθε πικρός λόγος του ήταν και μια ~ στο στήθος της.

[μσν. μαχαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαχαί ρ(ι) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
μαχαιριά η· μαχαιρά· μαχαιρία.
  • Χτύπημα με μαχαίρι, μαχαιριά:
    • τον εβάρεσαν ένα δυο μαχαιρές (Συναδ. φ. 19V
    • (σε μεταφ.):
      • ήτο θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει (Ερωτόκρ. Έ 1177).

[<ουσ. μαχαίρι + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. ‑ρά και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες