Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαφιόζος ο [mafxózos] Ο18 θηλ. μαφιόζα [mafxóza] Ο25α : 1. μέλος της μαφίας: Ένας ~ δολοφονήθηκε, γιατί αποκάλυψε μυστικά της μαφίας. 2. (οικ.) μαφία2β.
[ιταλ. mafioso -ς· μαφιόζ(ος) -α]



