Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαφιόζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαφιόζικος -η -ο [mafxózikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη μαφία ή το μαφιόζο: Mαφιόζικη οργάνωση. Mαφιόζικο χρήμα. Mαφιόζικες μέθοδοι.

[μαφιόζ(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες