Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρόβουρκον το· μαυρόβορκον.
-
- Μαύρος βούρκος:
- ο φούντος έναι μαυρόβουρκον (Πορτολ. Α 1415 κριτ. υπ).
[<ουσ. μαυρόβουρκος με αλλαγή γένους]
- Μαύρος βούρκος: