Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαυροσυννεφιασμένος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαυροσυννεφιασμένος, μτχ. επίθ.
  • (Προκ. για τον ουρανό) που έχει μαύρα σύννεφα:
    • (Ιερόθ. Αββ. 332).

[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του συννεφιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go