Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαυροσκούφης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυροσκούφης ο [mavroskúfis] Ο11 : (προφ.) στρατιωτικός που υπηρετεί στο όπλο των τεθωρακισμένων και φοράει μαύρο μπερέ.

[μαυρο- + σκούφ(ος) -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go