Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρομάλλης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυρομάλλης -α -ικο [mavromális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) μαυρομαλλούσα [mavromalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & μαυρομαλλού [mavromalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει μαύρα μαλλιά. || (ως ουσ.).

[μαυρο- + -μάλλης· μαυρομάλλ(ης) -ούσα, -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες