Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυροδάφνη η [mavroδáfni] Ο30α : γλυκό κρασί με σκούρο κόκκινο χρώμα: Ο γιατρός τού σύστησε να πίνει ~ για να δυναμώσει.
[μαυρο- + δάφνη ίσως από ομοιότητα του καρπού της δάφνης με τις ρώγες της ποικιλίας του σταφυλιού απ΄ όπου παράγεται αυτό το κρασί]