Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυροδάφνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυροδάφνη η [mavroδáfni] Ο30α : γλυκό κρασί με σκούρο κόκκινο χρώμα: Ο γιατρός τού σύστησε να πίνει ~ για να δυναμώσει.

[μαυρο- + δάφνη ίσως από ομοιότητα του καρπού της δάφνης με τις ρώγες της ποικιλίας του σταφυλιού απ΄ όπου παράγεται αυτό το κρασί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες