Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυροαραχνιασμένο, μτχ. επίθ.· μαυραραχνιασμένος.
-
- Σκοτεινός και γεμάτος αράχνες:
- σπήλιο … μαυραραχνιασμένο (Ζήν. Έ 321).
[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του αραχνιάζω]
- Σκοτεινός και γεμάτος αράχνες: