Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαυραγορίτης ο [mavraγorítis] Ο10 θηλ. μαυραγορίτισσα [mavraγorí tisa] Ο27α : αυτός που κάνει μαύρη αγορά: Παριστάνει τον έντιμο πολίτη, ενώ πλούτισε ως ~ στην Kατοχή.
[λόγ. < φρ. μαύρ(η) αγορ(ά) -ίτης (μτφρδ. γαλλ. marché noir)· μαυραγορίτ(ης) -ισσα]



