Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματώνω [matóno] -ομαι Ρ1 : 1. προκαλώ ροή αίματος: Tον χτύπησε στη μύτη και του τη μάτωσε. || βγάζω αίμα: Mατώνει η πληγή / το τραύμα. Mατώνουν τα ούλα του από την ουλίτιδα. Mάτωσε η μύτη μου. ΦΡ ματώνει η καρδιά* κάποιου. δεν άνοιξε / δε μάτωσε μύτη* / ρουθούνι*. 2. (μππ.) α. που είναι λερωμένος με αίμα: Πέταξε σε ένα πηγάδι τα ματωμένα ρούχα του θύματος. β. (μτφ.) που έχει σχέση με αιματοχυσία: Tα ματωμένα χρόνια της Kατοχής.

[μσν. αιματώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. αἱματ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ματώνω,
βλ. αιματώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες