Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματσουκάτος ο.
-
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα:
- Εγώ ήμην υποληπτική κι εσύ ήσουν ματσουκάτος (Προδρ. I 68).
[<ουσ. ματσούκα + κατάλ. ‑άτος. Η λ. τον 11. αι.]
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα: