Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματσακάνα η.
-
- Μεγάλο χαλίκι, πέτρα μέσου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα:
- έκτισάν το (ενν. το τειχόκαστρον) με πηλόν και ματσακάνες (Μαχ. 36227).
[<διαλεκτ. ιταλ. mazzacane. Λ. ματζακάνος ο ιδιωμ. (Χυτήρης). Η λ. και τ. ‑γκά‑ σήμ. κυπρ.]
- Μεγάλο χαλίκι, πέτρα μέσου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα: